- πρημαίνω
- Α1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῡ», Ηρώνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο -σ- τών τύπων αυτών].
Dictionary of Greek. 2013.